CLICK HERE FOR BLOGGER TEMPLATES AND MYSPACE LAYOUTS »

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 1


Φλέβα νερού κάτω απ'τα πόδια μου...

Γίνεται τα δάχτυλα μοχλός να γίνουν και τη Γη να σείσουν;

Τα ίχνη των βημάτων μου ασπάζομαι και κλαίω...

Τρίτη, Ιουνίου 17

Είμαι ένας εμπόλεμος τάφος.

Στήνω το σχήμα μου παγίδα κάτω απο τον ύπνο τους.
Κάτω απ'αυτό το κλεμμένο βελούδο των προνομιούχων...


Ματώνω με τον σκελετό μου...
το νυχτερινό τους δέρμα που διασκεδάζει...


Κ γελάω!!
Αλήθεια γελάω...

Είμαι ένας εμπόλεμος γελαστός τάφος...

που ανασαίνει και προχωρεί στα θεμέλια τους,

έτοιμος ν'αλαλάξει και να σωπάσει μαζί τους παντοτινά...

Τρίτη, Ιουνίου 10



Σκιαγμένη ψυχή, σκιώδης, σκισμένη...


Γιατί τα μυστικά των ανθρώπων, της ζωής, περπατούν φτηνά μέσα σε ποικίλη οχλαγωγή. Στρώνονται άνομα κρεβάτια,σε οίκους θεών και σωτήρων..
Αδιάντροπα περπατούν με κινήσεις αναιδείς και εκφράσεις χυδαίες...

Και έτσι προσφέρονται σε όλους τους κάποτε φοβισμένους ανθρώπους και πλέον αδιάφορους καθώς δεν αντέχουν την αλήθεια τους.

Έτσι περνούν και τα όνειρα τους.
Δίχως οχλαγωγία..
Δίχως νόημα.

Και ύστερα χάνονται...
Στην ανυπαρξία τους..
Μέσα στο σώμα μου..
Οι στιγμές γίνονται θρόμβοι αίματος..
Προτιμώ να πιάσω την ζωή μου από τα μαλλιά,
να της τινάξω το κεφάλι,
για να βγάλει επιτέλους τις άναρθρες που εγώ χρειάζομαι...
Κραυγές...

Δευτέρα, Ιουνίου 9

Γοερά κράζω την αυγή...
Την νύχτα απελπισμένα σας φωνάζω:

Τον ευνουχισμένο ύπνο σας...
Αιώνια θα τρομάζω.............


Είναι η καρδιά δυνατή...
Και τον πόνο αγκαλιάζει.


Ακόμα και στο βόθρο του Άδη της...
μπορεί.....................
σα φλέβα χρυσοφόρα ναστροκοπάει...


Και όχι μονάχα τούτη τη φωτιά...
όχι μονάχα τούτο το Καμίνι...
μ'ακόμα και την Κολάση μπορεί να υπομείνει..


Αρκεί να την αφήσετε ελεύθερα

................να κτυπά.....................



Τετάρτη, Μαΐου 28

Μαχαίρι κουρσεμένο.. .....................
Μαχαίρι μου, που σε φορώ..............
που σ'έχω απάνω μου........................

Λίγο πιο κάτω από την καρδιά....................
Λίγο πιο πέρα από την αγάπη.....................

Για να κόβω το ψωμί που δίνω.....................

Για να σφραγίζω το κρασί που πίνω..............

Για να κόβω την άδικη ζωή.........................

πως αλλιώς;.............................................

Σάββατο, Μαΐου 24





Ας ξεκινήσω και γω για μια μάχη.............
Ας φανταστώ και γω ένα τέλος.....................
Ας οραματιστώ έναν αγώνα..............................
Ας φτάσω έως την Κίνα.................................
Κι ας μου πουν μετά ότι άδικα περπάτησα........................


Και;


Παρασκευή, Μαΐου 16


'Πάλι'
της Μαλβίνας Κάραλη


Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.
Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».
Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.
Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»
Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.

Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη, εκδόσεις 01Κείμενα, 2005, σελίδες 153-157
(πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Symbol της εφημερίδας Επενδυτής, 2001)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27


Αντί προλόγου

Επειδή τα μάτια σαν τον ήλιο τρέχουν..

Ακόμα και αν τα χέρια αδειανά είναι.

Προσδοκούν ένα σπίτι...

Να χτίσουν...

Καλώς ήρθατε λοιπόν...!